Πολαρόιντς. 1977-2010. Ημερολόγια επιζωγραφισμένης μνήμης

Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης παρουσιαζει το βιβλιο του 
Πολαρόιντς. 1977-2010. Ημερολόγια επιζωγραφισμένης μνήμης 














Μέσα σε μια μακρόχρονη πορεία καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής συνειδητοποίησης -από τη δεκαετία του '60 μέχρι και σήμερα- αντιλαμβάνομαι πόσο καίριος και σημαντικός υπήρξε ο ρόλος της φωτογραφίας στην αντίληψη και την κατανόηση του κόσμου γύρω μας. Και μιλάω αναφερόμενος σε μια γενεά που μεγάλωσε και διαμορφώθηκε σε μια δεκαετία γεμάτη από αγώνες, αμφισβητήσεις και ανατροπές.
Η φωτογραφία λοιπόν, είτε σαν ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό έργο είτε σαν κοινωνική μαρτυρία είτε σαν μία «αντικειμενική» αλήθεια γεμάτη ψεύδη είτε σαν ένα αισθητικό «ψεύδος» γεμάτο αλήθειες, αποτέλεσε από πολύ νωρίς για μένα έναν από τους βασικούς άξονες μιας δημιουργικής περιπέτειας.
Αποτελούσε συνήθως την πρώτη ύλη, την αφετηρία και το ντοκουμένο της καθημερινής ζωής -όπως αυτή αποτυπωνόταν στα μέσα ενημέρωσης- που έδινε τα ερεθίσματα να γεννηθούν στο έργο μου ζωγραφικές εικόνες που σχολίαζαν αλλά και ενσωμάτωναν στη ζωγραφική φόρμα τη φωτογραφική αισθητική. Και ήταν συνήθως φωτογραφίες-ντοκουμέντα από περιοδικά, έντυπα πλατιάς κυκλοφορίας και εφημερίδες, φωτογραφίες-μαρτυρίες ενός καθημερινού κόσμου βίας, πολιτικής εξουσίας, κοινωνικών αγώνων ή ρηχού ευδαιμονισμού και προκλητικής διαφήμισης.
Κοινωνική κριτική και πολιτικός σχολιασμός, κριτική στα μέσα ενημέρωσης, ερωτήματα πάνω στον ευρύ λαϊκό πολιτισμό της εικόνας και της ιδεολογίας της υπερ-κατανάλωσης, αυτά χαρακτήρισαν στη δεκαετία 1960-1970 τα περιεχόμενα και το πλαίσιο του πλαστικού προβληματισμού και έκφρασης στο έργο μου, που σαν βασικό χαρακτηριστικό του είχε τη διαλεκτική σχέση της φωτογραφικής με τη ζωγραφική γλώσσα.
Στα μέσα της δεκαετίας του '70 το ενδιαφέρον μου σημαδεύεται θεματικά και εννοιακά από μια μετατόπιση προς τα μέσα, μια μετατόπιση από τις εικόνες του δημόσιου/κοινωνικού χώρου προς τον ιδιωτικό, από τις ευρύτερες κοινωνικές αναφορές προς το ατομικό βίωμα.
Και εδώ πια παίζει βασικό ρόλο για μένα η χρήση και η φωτογραφική αντίληψη της στιγμιαίας Πολαρόιντ φωτογραφίας, αυτής της κατ' εξοχήν στον ιδιωτικό χώρο αυτο-εμφανιζόμενης φωτογραφίας, που με ασφάλεια προστατεύει τον ιδιωτικό χαρακτήρα των ατομικών βιωμάτων και καταγράφει χωρίς ξένο βλέμμα κάθε τι που ορίζει ατομικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Κάθε τι προσωπικό που ορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων στις ιδιωτικές τους στιγμές, κάθε τι που συμβαίνει έξω, αλλά και μέσα στα κλειστά δωμάτια. Αυτό το φωτογραφικό μέσο -η Πολαρόιντ- που ακινητοποιεί τις ιδιαίτερες στιγμές του ανθρώπου μέσα στον προσωπικό του χώρο με βιαστικές, στιγμιαίες καταγραφές, σαν γρήγορες αυτοσχέδιες σημειώσεις του φακού με μια έντονη ερασιτεχνική φυσικότητα.
Στη δουλειά μου οι Πολαρόιντς δεν υπήρξαν αυτοσκοπός ή αμιγώς καλλιτεχνική έκφραση, όπως και γενικότερα η φωτογραφία δεν ήταν παρά ένα μέσον, ένα όχημα για ένα νέο επίπεδο πλαστικής και νοητικής αυτογνωσίας.
Ηταν πάντα μια ιδιωτική καταγραφή, μια σημείωση, ένα πρώτο ή πολλά μαζί διαφορετικά βλέμματα πάνω στην ίδια εικόνα από διαφορετικές γωνίες και προοπτικές. Κάτι που χρησίμευε σαν προσχέδιο για να γεννηθούν πάνω στο λευκό χαρτί με χρωματιστές γραμμές μολυβιών, καινούργιες εικόνες μιας ελεύθερης πια, καθαρής ζωγραφικής.
Ετσι γεννιέται ο κύκλος των έργων με θέματα τα γυμνά, τα κρεβάτια, τους εσωτερικούς χώρους με τα καθημερινά αντικείμενα, ένας μεγάλος κύκλος χρωματιστών σχεδίων που ξεκίνησε το 1977 και συνεχίστηκε όλη τη δεκαετία του '80 στο Βερολίνο.
Την ίδια περίπου εποχή, το συσσωρευμένο υλικό από Πολαρόιντς με διαφορετικά πρόσωπα και θέματα -άχρηστα πια ντοκουμέντα μιας καταγραμμένης μνήμης- άρχισε να μου χρησιμεύει σαν μικρές επιφάνειες για ζωγραφικές επεξεργασίες. Μέσα από χρωματικές παρεμβάσεις και επιζωγραφίσεις άρχισαν να δημιουργούνται πάνω στις μικρές αυτές στιγμιαίες φωτογραφίες μικρές ζωγραφικές εικόνες με εικαστική πληρότητα, ολοκληρωμένες μεταμορφώσεις της φωτογραφικής επιφάνειας σε ζωγραφική επιφάνεια, μικρές ψηφίδες μιας επιζωγραφισμένης μνήμης.
Μια ζωγραφική πράξη που μεταμόρφωνε την «αντικειμενική» πραγματικότητα της φωτογραφίας σε εκφραστική πραγματικότητα της ζωγραφικής, προσθέτοντας έτσι στον πρώτο σχολιασμό της πραγματικότητας από τη φωτογραφία έναν δεύτερο σχολιασμό της φωτογραφημένης πραγματικότητας από τη ζωγραφική.
Η ζωγραφική εδώ περιλαμβάνει στο υπέδαφός της τη φωτογραφία, αλλά την επικαλύπτει και την υπερβαίνει, μεταπλάθοντάς την σε νέα εικαστική εικόνα. Γεννιέται έτσι ένα αφιέρωμα, ένας φόρος τιμής στη ζωγραφική την ίδια, σαν ένα ημερολόγιο επιζωγραφισμένου αναστοχασμού πάνω στον χρόνο και τους ανθρώπους, μια αυτοβιογραφική μαρτυρία στιγμών, προσώπων, ιδεών, χώρων, ανθρώπινων σχέσεων και καλλιτεχνικών αναφορών.
Οι επιζωγραφισμένες μικρές Πολαρόιντς -με τη μορφή πια μεγάλων συνθέσεων- απελευθερώνουν ελεύθερους πνευματικούς και εικαστικούς συνειρμούς, που εμπλέκουν, σχολιάζουν ζωγραφικά και ενοποιούν σ' ένα φαντασιακό ψηφιδωτό τα πιο ετερόκλιτα πρόσωπα του πολιτισμού και των τεχνών, αλλά μαζί και του ιδιωτικού μικρόκοσμου. Και έτσι ανάμεσα στον στενό κύκλο των οικείων προσώπων ενός ατομικού περιβάλλοντος, αναδύονται ταυτόχρονα και ξεχωρίζουν από τον Van Gogh μέχρι τον Μπουζιάνη, από τον Βελάσκεθ μέχρι τον Γκρέκο, τον Μαντένια, τον Μπέκετ, τον Ρουσώ, τον Λούθηρο και τον Ρεμπώ, τον Καρυωτάκη και τον Μαγιακόφσκι, τον Γκρος, τον Κάφκα, τον Καβάφη, τον Χολμπάιν, τον Προυστ και τον Μπελογιάννη, τον Μπέκμαν, την Κόλβιτς και τον Πεσόα, του γερμανούς εξπρεσιονιστές και τον Καραβάτζιο και άλλοι ακόμα.
Μια τιμητική αναφορά στους μεγάλους συνοδοιπόρους της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μια ζωγραφική «ιδιοποίηση» όλων αυτών που μας διαμόρφωσαν και μας σημάδεψαν πνευματικά. Νομίζω ότι στα 33 χρόνια τής μέχρι τώρα παρουσίας τους, το σύνολο αυτό των μικρών έργων απλώθηκε σαν μια μεγάλη τοιχογραφία που ανοίγεται στο άπειρο, σαν ένα μεγάλο παλίμψηστο βαθιών, έντονων και πολύχρωμων αισθημάτων.