Το περίπτερο στη στάση Νερό.


"Επιταγές και δέματα, τα κανονίζεις όπως - όπως
30%, 50%... μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενιτειά
Ποιος θα δεχτεί να πάρει 30% απ' τη μισή μου ξενιτειά..."
Μπήκε 18 χρόνων, βγήκε 36. Δεκαοχτώ χρονάκια φυλακή και εξορία, η πατρίς ευγνωμονούσα. Διότι ήταν του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη τριγυρνούσε και για τη γλυκιά πατρίδα και τον θάνατο αψηφούσε. (Και δώσ' του τραγούδι εμείς μετά στα δεκαεφτά και στα δεκαοχτώ στις ταβέρνες των Εξαρχείων).
Αυτός όμως ήταν πρόσωπο πραγματικό και είχε μία μόνο ζωή να ζήσει. Τον θυμάμαι σαν τώρα: ένας κούκλος κοκκινομάλλης, δυο μέτρα άντρας. Ο θείος μου ο Μιχάλης Μάλλης. Όταν βγήκε απ' τη φυλακή, όλο το βιος του ήταν μια κούτα βιβλία κρυμμένη κάτω απ' το κρεβάτι. Ο θησαυρός μου, η μικρή μου χώρα των θαυμάτων. Βιβλία δεμένα με φτηνό πανί, ψεύτικος τίτλος, κομμουνιστικός ο κίνδυνος, χαμπάρι οι δεσμοφύλακες. Μαρξ και Ντοστογιέφσκι. Δουλειά πουθενά, οι πόρτες κλειστές, δυο μέτρα άντρας με τα χέρια κρεμασμένα... Με τα πολλά νοικιάζει ένα περίπτερο στη Χαλκηδόνα, στη στάση Νερό. Του το νοίκιασε ένας ανάπηρος πολέμου, από 'κείνους που η πατρίς, ευγνωμονούσα, τους έδωσε άδειες περιπτέρου. Χαράζοντας ανάμεσά τους μιαν ανεξίτηλη, κόκκινη αίματος γραμμή για το ποιος έχει και ποιος δεν έχει δικαιώματα σ' αυτή τη χώρα.
Γνωρίζει την αδελφή του πατέρα μου, διαβατήριο Μακρονήσου αυτός, αναγνωρίζονται, παντρεύονται. Και με τα δυο παιδιά μωρά τον πετυχαίνει η χούντα. Ξανά στα Γιούρα, αμετανόητε, στην ξενιτειά της πατρίδας ξανά.
Θυμάμαι την "Εσωτερική Εξορία" του Μιγκέλ ντε Σάλαμπερτ, που δημοσίευε σε συνέχειες η Επιθεώρηση Τέχνης. Την αγόραζε ανελλιπώς ο οικοδόμος μπαμπάς μου, όπως και τους Δρόμους της Ειρήνης, που διάβαζα εν είδει φωτορομάντσου τις ταινίες του Φελίνι. Χρόνια μετά κατάλαβα το φως που έμπαινε στο σπίτι, λίγα χρόνια μόλις απ' τη μεγάλη ήττα, μέσα στο σκοτάδι της εκδικητικής μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Μέσα στην ντροπή και στο καρακιτσαριό της χούντας, μέσα στον τρόμο και την αγριότητα, το καντηλάκι έμενε αναμμένο. Αυτοί με τα περίπτερα έφτιαξαν πολυκατοικίες. Στο μπλόκο της Κοκκινιάς, "Έλληνες" κουκουλοφόροι υποδείκνυαν τους ΕΑΜίτες που στήθηκαν στον τοίχο. Με τους συνταγματάρχες μπορεί και οι ίδιοι, μπορεί και τα παιδιά τους, "της καταστάσεως" μεγάλη χορτασμένη πλειοψηφία, χαφιέδες, οικοπεδοφάγοι, μεγαλοβιομήχανοι εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα, η πατρίς αιμορραγούσα.
Από το καρακιτσαριό της Δέσποινας Παπαδοπούλου, στους αστρολόγους της Εκάλης και στη χλίδα της Μυκόνου, στους γυάλινους κήπους της Κηφισίας και στις Πόρσε Καγιέν, στη δηθενιά του τηλεοπτικού καθωσπρεπισμού και στην ανθρωποφαγία του, στο μοντελάκι μιας ιλουστρασιόν ζωής, όπου μπορούσες κι εσύ να πάρεις λίγο μάτι, έστω με δόσεις μιας πιστωτικής κάρτας.
Με δόσεις αγόραζε κι ο πατέρας μου τα βιβλία...
Ο θείος ο Μιχάλης έχει φύγει χρόνια πριν. Πιστός στο ΚΚΕ μέχρι το τέλος. Καλύτερα που δεν είδε τους χρυσαυγίτες να παρελαύνουν στη γειτονιά του, τη γειτονιά του Παύλου Φύσσα.
Ο πατέρας μου, 87 χρόνων, μοιράζει ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Το φως δεν έσβησε ποτέ. Και δεν θα σβήσει.
αναδημοσιευση απο την ΑΥΓΗ  Λουπάκη Ευγενία