Ξεκίνημα ημέρας....

Μια ημέρα  κοινή ας πούμε μια Τρίτη.

«Σήκω Γιώργο» η πρώτη ακουστική επαφή και ταυτόχρονα ξεδιάλυμα η μάλλον προσπάθεια ξεδιαλύματος στο μυαλό, του χρόνου, της σημασίας και του σκοπού που έχει αυτό το ξύπνημα.
Ένας τέτοιος συλλογισμός όμως είναι κουραστικός.Τα μάτια σιγά-σιγά κλείνουν οι σκέψεις φεύγουν και το γλυκό αγκάλιασμα του ύπνου ..έρχεται.
«Σήκω Γιώργο»,η φωνή της μάνας για δεύτερη φορά.
Τώρα χρειάζεται ένα απότομο ξεσκέπασμα από την κουβέρτα και βρίσκομαι πάνω.
Αρχίζω να σκέφτομαι τι ρούχα να βάλω. Πρόβλημα κι' αυτό !!!
Αφού ντυθώ ρίχνω λίγο νερό στα μούτρα, ψυχρολουσία για να φύγουν και τα τελευταία ίχνη της νύστας, ένα ποτήρι γάλα με καφέ στα όρθια, το κολατσιό τυλιγμένο σε εφημερίδα στη μασχάλη και δρόμο.
Ο δρόμος έρημος. Που και που περνά κανένα μηχανάκι με κάποιον εργάτη, μουγκρίζοντας.
Κατρακυλώ αφηρημένα στην άσφαλτο κοιτώντας πέρα στην ανατολή τον ήλιο να ξεπροβάλλει, σαν καράβι στη θάλασσα του τσιμέντου.
Στο βάθος ο Υμηττός , πιο πέρα ο βράχος της Ακρόπολης αντανακλά τις πρώτες ακτίνες του ήλιου.
«Καλημέρα» μου φωνάζει από ένα μηχανάκι ένας παλιός γείτονας και πριν προλάβω να ανταποδώσω έχει χαθεί στο βάθος του δρόμου.
Επιταχύνω το βήμα μου. Θέλω να φτάσω πιο νωρίς στη δουλειά μου. Όλο αργοπορώ μια σχεδόν ώρα. Προσαρμόστηκα σ' αυτή την ώρα και δεν μπορώ να πάω με το σωστό ωράριο7-3.
Το λεωφορείο φαίνεται στην αρχή του δρόμου. Τρέχω να φτάσω στη στάση.
Σπρώξιμο, στρίμωγμα και βρίσκομαι μέσα. Δίνω έξη δραχμές στον εισπράκτορα και παίρνω το εισιτήριο.
Πολυτέλεια κατάντησε και το λεωφορείο. Άκου έξη δραχμές !!!
Τα μάτια συγκεντρώνονται σ' ένα αγόρι .Ήταν δεν ήταν δέκα χρόνων. Εχουν απεργία οι δάσκαλοι και πάει για μεροκάματο.
Ματιές αποδοκιμασίας, επιδοκιμασίας, έκπληξης, θαυμασμού κλπ.
Μια γυναίκα προχωρά περισσότερο . Ρωτάει πως και γιατί.
Μάλλον από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον.
Μια μάτια ερευνητική&Κάθε μέρα τα ίδια πρόσωπα, ίδιες εικόνες, ελάχιστες κουβέντες, μισόκλειστα μάτια κολλημένα στο τζαμί του λεωφορείου.
Κάπου είκοσι λεπτά. Τέρμα Πειραιάς. Εδώ ο κόσμος πολύς, βιαστικός, αγχώδης.
Κυνηγά το χρόνο και κυνηγιέται απ' αυτόν.
Ρίχνω μια ματιά στις εφημερίδες που είναι κρεμασμένες στο περίπτερο , αγοράζω μια απ' αυτές και μισοδιαβάζοντας μισοπερπατώντας, φτάνω στη δεύτερη στάση, δεύτερο λεωφορείο και εδώ αναμονή
Το υπόστεγο γεμάτο αφίσες, εκδρομές , απεργίες, ομιλίες, διαφημίσεις.
Απέναντι η εκκλησία , μεγαλόπρεπη, πολυτελή , προκλητική.
Πιο κάτω το λιμάνι και ένα πλήθος καράβια κάθε μεγέθους ξερνούν το κόσμο απ' τις μεγάλες μπουκαπόρτες.
Το λεωφορείο σταματά, μπαίνω και κάθομαι.
Πρόσωπα πολλά , διάφορα, κάθε ηλικίας κάθε κοινωνικής τάξης - μέχρι μικρομεσαίους.
Πρόσωπα χλωμά, νυσταγμένα, κουρασμένα, πριν καν αρχίσει η μέρα.
Το βλέμμα διασχίζει τη μεγάλη λεωφόρο.
Τα μαγαζιά είναι ακόμα κλειστά τα περισσότερα. Ο τροχονόμος έχει πολλή δουλειά.
 Το θέατρο μεγαλόπρεπο, σταθερό , σίγουρο.
 Υψώνει τις κολόνες του στα μάτια του κόσμου.
Tο πλήθος.Ένα πλήθος βουβό, άχρωμο, ταλαιπωρημένο, κυνηγάει τη ζωή και κυνηγιέται απ' το σύστημα.
Φτάσαμε Φάληρο. Ο θαλασσινός αέρας μπαίνει απ' το ανοιχτό παράθυρο και με ευχαρίστηση δέχομαι το απαλό χάδι του.
Ένα ατέλειωτο καραβάνι από αυτοκίνητα διασχίζει τη κεντρική λεωφόρο. Έχουμε πνιγεί στο αυτοκίνητο και στο καυσαέριο.
Μοσχάτο. Άγιος Ταξιάρχης. Κατεβαίνω.
Έχει πέσει φαγωμάρα στην εκκλησία διάβασα χτες στην εφημερίδα.
Οι οδηγοί, οι στυλοβάτες, οι κολώνες της θρησκείας δίνουν το παράδειγμα.
Μια θαυμαστική ματιά σ' ένα προκλητικό θηλυκό και μπαίνω στο μηχανουργείο.
......................................................................................................................
«Καλημέρα» λέω στους άλλους, κάθομαι στο σχεδιαστήριο και ανάβω τσιγάρο.

Γραμμένο κάπως...παλιότερα