Πρωινή αναφορά.....

"Μα είναι δυνατόν να υπάρχει άγχος" ; είπε αυτός.


Οι άλλοι έκαναν πως δεν άκουσαν, (όλοι είχαν ακούσει).
Ήταν συγκεντρωμένοι απ' την μεριά του ανοιχτού χώρου μεταξύ          αφοδευτηρίων και κοιτώνων και αυτός απέναντι τους.
«Έχετε ψοφήσει στον ύπνο»- συνέχισε- «τα αφοδευτήρια που βρίσκονται απέναντι
      σας βούλωσαν απ' το πολύ σκατό ! φαΐ , ύπνο και έξοδο τι άλλο θέλετε» ;
Πρέπει να μας λετε και ευχαριστώ.. σκεφτόταν από μέσα του. Πολίτες αποκλείεται να είχατε τέτοιες απολαύσεις.
Κανείς απ' τους άλλους δεν μιλούσε.
Έκαναν πως άκουγαν ( και άκουγαν ).
«Διάβασα στο προσωπικό ημερολόγιο ενός από εσάς και όλο μιλά για άγχος.
Από πού λοιπόν  πηγάζει αυτό το άγχος» ;
Εδώ άρχισαν όλα τα χείλη να κινούνται.
Όλοι ψιθύριζαν αυτή τη λέξη.   
 Πολλοί συμφώνησαν , άλλος την ανέλυε , άλλος προσπαθούσε να θυμηθεί που την είχε ξανακούσει , άλλος προσπαθούσε να βγάλει το νόημα της.
 Μερικοί που δεν ήξεραν, βρήκαν ότι ήταν η κατάλληλη λέξη, τέλος πάντων όλοι ασχολήθηκαν μαζί της.
Αυτός έβαλε τα χέρια στις τσέπες τα κούνησε μερικές φορές πάνω - κάτω ανασηκώνοντας το παντελόνι του - ως συνήθιζε- και τους κοίταξε έναν-έναν.
Φορούσε μαύρα γυαλιά αλλα πάντα αισθανόσουν τη ματιά του όταν σε κοίταζε.
Βέβαια έπρεπε να ήσουν πολύ κοντός για να σε δει κατευθείαν στα μάτια.
Πάντα συνήθιζε να κοιτάζει αφ' υψηλού. Νόμιζε ότι βρισκόταν στο κεφαλόσκαλο και εσύ στο τελευταίο σκαλί.
Πριν το 67 βέβαια ήταν δυο τρία σκαλιά πιο κάτω, όμως το «σωτήριο» έτος βρέθηκε με μιας στο πρώτο.
Φυσικά ότι έκανε το έκανε για την Πατρίδα -αλήθεια- αδιάψευστη.
Ποτέ δεν σκέφτηκε για το ατομικό του συμφέρον.
Γι 'αυτό και δεν ανέλαβε ούτε ένα υπουργείο, ούτε καν Γενικός Γραμματέας, πολύ εύκολο εκείνη την εποχή.
Προτίμησε να γίνει «στρατιωτικός».
Έβγαλε τα χέρια από την τσέπη, έβαλε το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι και έφτιαξε την ζώνη, ως συνήθιζε.
Γύρισε το κεφάλι δεξιά-πάντα δεξιά- και κοίταξε απέναντι στο βουνό το «πουλί», πήρε θάρρος και συνέχισε...
Όλοι ήξεραν από προηγουμένως τι θα πει. Τα είχαν ακούσει εκατοντάδες φορές.
Τα ίδια και τα ίδια.
Τίποτα καινούργιο. Ανυπομονούσαν μόνο να περάσει η ώρα, να φύγει από μπροστά τους.
Την ίδια ανυπομονησία έδειχνε και αυτός.
Τι κουραστική ημέρα και αυτή
Αναγκάστηκε πρωί- πρωί να ανοίξει το στόμα του και να τους μιλήσει. Μόλις έπιασε δουλειά. Και να σκεφτεί κανείς ότι ακόμα δεν ήπιε τον καφέ του, δεν έχει παίξει ούτε μια παρτίδα τάβλι.
Τι αχάριστα πλάσματα Θεέ μου. Ακούς εκεί  άγχος.
«Να φύγουν» -είπε με μια φωνή όλο θυμό- «να πάνε για εκπαίδευση»
Μπήκαν όλοι σε τετράδες και ξεκίνησαν για το άγχος.