«Επιμήκυνση», «πάγωμα» ή διαγραφή του Χρέους.




του Γιάννη Τόλιου, διδάκτωρ οικονομικών.

Η επιστροφή με άδεια χέρια του κ.Σαμαρά από το Βερολίνο, έχουν εντείνει τα αδιέξοδα της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Οι αόριστες υποσχέσεις της Α.Μέρκελ για ρύθμιση του χρέους (εφ’ όσον τηρηθούν οι δεσμεύσεις και εφ’ όσον προκύψει εκλογή προέδρου δημοκρατίας), μοιάζουν προσμονή ….«δευτέρας παρουσίας».! Από την άλλη ο ερχομός της τρόϊκας και η απαίτηση εφαρμογής των «δεσμεύσεων» (ασφαλιστικό, περικοπές δαπανών υγείας, απελευθέρωση απολύσεων, περιορισμό δικαιώματος απεργίας, πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, κά), δεν αφήνουν περιθώριο «ανάσας» στον ελληνικό λαό από το βρόγχο της λιτότητας, ενώ εξαντλούν την ανοχή στην κυβερνητική πολιτική που ….«μετράει ημέρες».!

Το αβίωτο χρέος

Το δημόσιο χρέος έχει φθάσει 324 δις € και σε ποσοστό του ΑΕΠ 178%.!! Κανένας οικονομολόγος ούτε διεθνής οργανισμός θεωρεί ότι αυτό το χρέος είναι «βιώσιμο» (εξοφλήσιμο), με εξαίρεση τους κ.κ. Σαμαρά-Βενιζέλο που έφτασαν να ζητούν πιστοποιητικό βιωσιμότητας από τη Μέργκελ. Για να φανεί το βάθος του προβλήματος προσθέτουμε ότι το 2014 οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους ανέρχονται σε 31 δις (6 δις τόκοι και 25 δις χρεολύσια), ενώ το 2015 αρχίζουν βαθμιαία να υποχωρούν ως το 2022. Μετά παίρνουν και πάλι «κεφάλι» ως το 2032, με βάση πάντα τα σημερινά δεδομένα. Κατά συνέπεια κι αν ακόμα έχουμε δημοσιονομικά πλεόνασμα 1,5-2 δις το χρόνο και όλα πάνε για αποπληρωμή του, απαιτούνται σχεδόν δύο αιώνες για εξόφληση, με συνακόλουθα προγράμματα λιτότητας.! Να σημειώσουμε ότι το σενάριο της «τρόϊκας» για αύξηση ΑΕΠ κατά μέσο όρο 2,5% ως το 2020, το χρέος θα είναι ως σε ποσοστό του ΑΕΠ 122%-124%, δηλ. όσο περίπου του 2009 (120% ΑΕΠ) που τότε θεωρήθηκε μη βιώσιμο και προσφύγαμε στην τρόϊκα και τα Μνημόνιο. 


Πότε το χρέος γίνεται «βιώσιμο»; 

Προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Πότε το χρέος γίνεται «βιώσιμο»; Η απάντηση απαιτεί να λάβουμε υπ’ όψιν οικονομικές και κοινωνικές πτυχές. Πρώτον, την ανάγκη βελτίωσης της θέσης των λαϊκών στρωμάτων, δεύτερον, τις ανάγκες επανεκκίνησης της οικονομίας (επενδύσεις) για αύξηση του ΑΕΠ και τρίτον, να δούμε τι μπορεί να διατεθεί κάθε χρόνο για τοκοχρεολύσια. Αυτό σημαίνει ότι αντί επιδίωξης «πλεονάσματος λιτότητας», πρέπει να επιδιώκουμε δημιουργία «παραγωγικού πλεονάσματος» (αύξηση απασχόλησης και εισοδήματος). Αν υποθέσουμε ότι έχουμε αύξηση ΑΕΠ 3%, σημαίνει «παραγωγικό πλεόνασμα» 5-6 δις το χρόνο. Από το αυτό «πλεόνασμα», ένα μέρος πάει για βελτίωση της θέσης των αδύναμων, ένα άλλο για ανάπτυξη (επενδύσεις) και ένα τρίτο για εξυπηρέτηση χρέους. Σε ποια αναλογία είναι θέμα πολιτικής. Ωστόσο υπάρχουν αντικειμενικοί περιορισμοί, δεδομένου ότι για ανακοπή της φτωχοποίησης και επανεκκίνησης της οικονομίας απαιτούνται πρόσθετα κονδύλια. Άρα οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους πρέπει να συμπιεστούν πολύ, σε σχέση με τις σημερινές δαπάνες εξυπηρέτησης του. Πως μπορεί να γίνει αυτό;

Σενάρια βιωσιμότητας

Το ότι το χρέος είναι «αβίωτο» και ταυτόχρονα και μη «βιώσιμο» (μη εξοφλήσιμο), το ομολογούν οι πάντες, ακόμα και η κυβέρνηση η οποία έχει κρυφό πόθο να πετύχει κάποια «μικρο-ρυθμισούλα» ή «ψιλο-κουρεματάκι», ώστε να γίνει σημαία στην πορείας προς τις εκλογές. Ωστόσο ούτε κι αυτό φαίνεται δυνατό, διότι μετά το γνωστό ...«forget it Yiannis» του Σόϊμπλε στο Στουρνάρα, ένα ανάλογο «ξέχνα το Αντώνη», ειπώθηκε από τη Μερκελ.! Τι γίνεται λοιπόν; Κατά δήλωση του κ.Χαρδούβελη στο πρακτορείο Bloomberg, «επιλογή της Ελλάδας δεν είναι η διαγραφή χρέους» αλλά «η παράταση χρόνου αποπληρωμής και η μείωση επιτοκίων» με συναίνεση των πιστωτών. Εδώ ανοίγει ένας νέος κύκλος ερωτημάτων. Εξασφαλίζεται άραγε με αυτόν τον τρόπο η βιωσιμότητα του; Λέγεται και γράφεται ότι μια παράταση εξόφλησης κατά 100 χρόνια θα μειώσει το χρέος κατά 50% (!). Με την ίδια λογική αν παραταθεί 200 χρόνια το χρέος «εξαερωθεί» (!) Ασφαλώς όσο παρατείνεται ο χρόνος εξόφλησης το βάρος της ετήσιας δόσης γίνεται σχετικά ελαφρότερo χωρίς όμως να διαγράφεται χρέος. Απλά μεταφέρεται στις επόμενες γενιάς και σωρευτικά οι τόκοι γίνονται βουνό.! Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η ιδέα «παγώματος» μεγάλου μέρους του χρέους για εκτεταμένο χρονικό διάστημα (πχ. 100 χρόνια) με σταδιακή εξόφληση του αργότερα. Ωστόσο είτε στην περίπτωση «παγώματος» είτε μεγάλης παράτασης (100 χρόνια) σε συνδυασμό με χαμηλά επιτόκια (λιγότερο από 1%), το ερώτημα παραμένει. Πως θα «πεισθούν» οι πιστωτές να δεχτούν τέτοια ρύθμιση που θα απομειώνει το χρέος ώστε να γίνει βιώσιμο; 

Διαγραφή χρέους και προοδευτική διέξοδος από την κρίση.

Η άρνηση πληρωμής των τοκοχρεολυσίων (αθέτηση πληρωμών), είναι ο μόνος τρόπος άσκησης πίεσης στους πιστωτές μέχρι οριστικοποίησης της συμφωνίας διαγραφής. Και η πίεση αυτή θα πρέπει να έχει στόχο τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και εξόφληση υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης. Αν θάπρεπε να ποσοτικοποιήσουμε το «μεγαλύτερο μέρος» μιλάμε για πάνω από 70%. Μόνο μια τέτοια λύση ανακουφίζει πραγματικά την ελληνική κοινωνία, εξασφαλίζει βιωσιμότητα χρέους και δεν φορτώνει στις μελλοντικές γενιές με «αμαρτίες» των προηγούμενων. Η αμφισβήτηση πληρωμής δεν είναι ούτε «τσαμπουκάς», ούτε «μαγκιά», ούτε «πονηριά» ή οτιδήποτε άλλο, αλλά μόνο χρήση του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους για αναδιάρθρωση χρέους, το οποίο μάλιστα ενισχύθηκε πρόσφατα με την απόφαση της ΓΣ του ΟΗΕ (124 κράτη υπέρ) με θλιβερή αποχή (!) της επίσημης Ελλάδας. Είναι όχι απλά λυπηρό αλλά εξόχως εξοργιστικό να συμπεριφέρεται έτσι η συγκυβέρνηση, η οποία δυστυχώς συνεχίζει την άθλια συμπεριφορά της προηγούμενης όπου με ρύθμιση του PSI το δημόσιο χρέος πέρασε από το εθνικό στο αγγλικό δίκαιο ενισχύοντας νομικά τη θέση των πιστωτών. 

Ενδεχομένως κάποιος καλοπροαίρετος ρωτήσει κατά πόσο όλα αυτά είναι εφικτά και εάν οι πιστωτές δεν θα καταφύγουν σε εκβιασμούς θέτοντας πχ. το δίλημμα εντός ή εκτός ευρωζώνης, κά. Ασφαλώς εκβιασμοί και πιέσεις θα υπάρξουν, όμως για μια φιλολαϊκή κυβέρνηση προτεραιότητα έχει η σωτηρία του ελληνικού λαού και όχι η θυσία του λαού χάριν της ευρωζώνης.! Ταυτόχρονα η απαίτηση διαγραφής χρέους με επίκληση του διεθνούς δικαίου («κατάσταση ανάγκης», «απαχθές χρέος», κά), αποτελεί μόνο ένα από τα στοιχεία μιας πολιτικής προοδευτικής εξόδου από την κρίση. Χρειάζεται παράλληλα κατάργηση Μνημονίου και εφαρμοστικών νόμων, δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος τραπεζών, πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, αύξηση απασχόλησης και μείωση ανεργίας, ενίσχυση αγοραστικής δύναμης χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων και πάνω απ’ όλα άμεσα μέτρα ανακοπής της φτωχοποίησης του ελληνικού λαού και αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης. Προς αυτήν την κατεύθυνση χρειάζεται να κινηθεί η πολιτική μιας αληθινά φιλολαϊκής κυβέρνησης για προοδευτική έξοδο της χώρας από την κρίση.